- εξάφορον
- ἑξάφορον, το (Α)μεταφορικό μέσο αξιωματούχων, που τό μετέφεραν έξι άντρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -φόρον < φέρώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξάφοροι — ἑξάφοροι, οι (Α) [εξάφορον] υπηρέτες που κουβαλούσαν το εξάφορον … Dictionary of Greek